- κακοβίωτος
- κᾰκο-βίωτος [pron. full] [ῐ], ον,A = ἀβίωτος, Sch.Ar.Pl.970.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοβίωτος — κακοβίωτος, ον (Α) αβίωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βιωτος (< βιῶ), πρβλ. αξιο βίωτος] … Dictionary of Greek
κακοβίωτον — κακοβίωτος masc/fem acc sg κακοβίωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβίωτοι — κακοβίωτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)